Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεπισκοπέω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχύω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρίβω
συνεπίτροπος
συνεπιφέρω
συνεπιχειρέω
συνεπιψεύδομαι
συνεπιψηφίζω
συνέπομαι
συνεπόμνυμι
View word page
συνεπιτελέω
συνεπιτελέω fut. έσω to help to accomplish, Plut. to join in performing, παιᾶνα θεῷ Xen.

ShortDef

to help to accomplish

Debugging

Headword:
συνεπιτελέω
Headword (normalized):
συνεπιτελέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιτελεω
IDX:
31432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31467
Key:
sunepitele/w

Data

{'content': 'συνεπιτελέω\n fut. έσω\n to help to accomplish, Plut.\n to join in performing, παιᾶνα θεῷ Xen.', 'key': 'sunepitele/w'}