Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεπιμελητής
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισκοπέω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχύω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρίβω
συνεπίτροπος
συνεπιφέρω
συνεπιχειρέω
συνεπιψεύδομαι
View word page
συνεπιστρέφω
συνεπιστρέφω fut. ψω to turn at the same time, Plat. to help to make attentive, Plut.

ShortDef

to turn at the same time

Debugging

Headword:
συνεπιστρέφω
Headword (normalized):
συνεπιστρέφω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιστρεφω
IDX:
31429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31464
Key:
sunepistre/fw

Data

{'content': 'συνεπιστρέφω\n fut. ψω\n to turn at the same time, Plat.\n to help to make attentive, Plut.', 'key': 'sunepistre/fw'}