Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισκοπέω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχύω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρίβω
συνεπίτροπος
συνεπιφέρω
συνεπιχειρέω
View word page
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρατεύω fut. σω to join in making war, τινί with another, Thuc., Dem.
ShortDef
to join in making war
Debugging
Headword:
συνεπιστρατεύω
Headword (normalized):
συνεπιστρατεύω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιστρατευω
IDX:
31428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31463
Key:
sunepistrateu/w
Data
{'content': 'συνεπιστρατεύω\n fut. σω\n to join in making war, τινί with another, Thuc., Dem.', 'key': 'sunepistrateu/w'}