Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεπικρύπτω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισκοπέω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχύω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρίβω
συνεπίτροπος
View word page
συνεπιστατέω
συνεπιστατέω fut. ήσω to act as a common patron, Plat.
ShortDef
to act as a common patron
Debugging
Headword:
συνεπιστατέω
Headword (normalized):
συνεπιστατέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιστατεω
IDX:
31426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31461
Key:
sunepistate/w
Data
{'content': 'συνεπιστατέω\n fut. ήσω\n to act as a common patron, Plat.', 'key': 'sunepistate/w'}