Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεπικραδαίνω
συνεπικρύπτω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισκοπέω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχύω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
συνεπιτίθημι
συνεπιτιμάω
συνεπιτρίβω
View word page
συνεπίσταμαι
συνεπίσταμαι Dep. to be privy to, Xen., Luc.
ShortDef
to be privy to
Debugging
Headword:
συνεπίσταμαι
Headword (normalized):
συνεπίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπισταμαι
IDX:
31425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31460
Key:
sunepi/stamai
Data
{'content': 'συνεπίσταμαι\n Dep. to be privy to, Xen., Luc.', 'key': 'sunepi/stamai'}