Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρύπτω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισκοπέω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
συνεπισχύω
συνεπιτείνω
συνεπιτελέω
View word page
συνεπισκοπέω
συνεπισκοπέω fut. -σκέψομαι to examine together with, τί τινι Xen.
ShortDef
to examine together with
Debugging
Headword:
συνεπισκοπέω
Headword (normalized):
συνεπισκοπέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπισκοπεω
IDX:
31422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31457
Key:
sunepiskope/w
Data
{'content': 'συνεπισκοπέω\n fut. -σκέψομαι\n to examine together with, τί τινι Xen.', 'key': 'sunepiskope/w'}