Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεπιθυμέω
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρύπτω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισκοπέω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστρατεύω
συνεπιστρέφω
View word page
συνεπιμελητής
συνεπιμελητής συν-επιμελητής, οῦ, ὁ, a coadjutor, Xen.
ShortDef
a coadjutor
Debugging
Headword:
συνεπιμελητής
Headword (normalized):
συνεπιμελητής
Headword (normalized/stripped):
συνεπιμελητης
IDX:
31419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31454
Key:
sunepimelhth/s
Data
{'content': 'συνεπιμελητής\n συν-επιμελητής, οῦ, ὁ,\n a coadjutor, Xen.', 'key': 'sunepimelhth/s'}