Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεπιθειάζω
συνεπιθυμέω
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρύπτω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισκοπέω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
συνεπιστρατεύω
View word page
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελέομαι μέλομαι Dep. to join in taking care of or attending to, τινος Thuc., Xen.; σ. τῆς στρατιᾶς to have joint charge of the army, Xen.; absol., Xen.

ShortDef

to join in taking care of

Debugging

Headword:
συνεπιμελέομαι
Headword (normalized):
συνεπιμελέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπιμελεομαι
IDX:
31418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31453
Key:
sunepimele/omai

Data

{'content': 'συνεπιμελέομαι\n μέλομαι\n Dep. to join in taking care of or attending to, τινος Thuc., Xen.; σ. τῆς στρατιᾶς to have joint charge of the army, Xen.; absol., Xen.', 'key': 'sunepimele/omai'}