Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεπιδείκνυμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθυμέω
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρύπτω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισκοπέω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
συνεπιστέλλω
View word page
συνεπιλαμβάνω
συνεπιλαμβάνω Mid. to take part in together, have a share in, partake in, c. gen. rei, Hdt., Thuc.: σ. τινί τινος to take part with or assist one in a thing, Luc.; σ. τινι τοῦ φόβου to contribute towards increasing their fear, Thuc. c. gen. pers. to take the part of, Plut. Act. in same sense, λόγῳ καὶ ἔργῳ συνεπιλαμβάνειν τινί to take part with him in word and deed, Thuc.

ShortDef

take part with

Debugging

Headword:
συνεπιλαμβάνω
Headword (normalized):
συνεπιλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιλαμβανω
IDX:
31417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31452
Key:
sunepilamba/nomai

Data

{'content': 'συνεπιλαμβάνω\n Mid. to take part in together, have a share in, partake in, c. gen. rei, Hdt., Thuc.: σ. τινί τινος to take part with or assist one in a thing, Luc.; σ. τινι τοῦ φόβου to contribute towards increasing their fear, Thuc.\n c. gen. pers. to take the part of, Plut.\n Act. in same sense, λόγῳ καὶ ἔργῳ συνεπιλαμβάνειν τινί to take part with him in word and deed, Thuc.', 'key': 'sunepilamba/nomai'}