Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνυμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθυμέω
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρύπτω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισκοπέω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
συνεπίσταμαι
συνεπιστατέω
View word page
συνεπικρύπτω
συνεπικρύπτω fut. ψω to help to conceal, Plut.

ShortDef

to help to conceal

Debugging

Headword:
συνεπικρύπτω
Headword (normalized):
συνεπικρύπτω
Headword (normalized/stripped):
συνεπικρυπτω
IDX:
31416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31451
Key:
sunepikru/ptw

Data

{'content': 'συνεπικρύπτω\n fut. ψω\n to help to conceal, Plut.', 'key': 'sunepikru/ptw'}