Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβουλεύω
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνυμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθυμέω
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρύπτω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισκοπέω
συνεπισπάω
συνεπισπεύδω
View word page
συνεπικουφίζω
συνεπικουφίζω fut. σω to lighten at the same time, Plut. to help in relieving, Plut.
ShortDef
to lighten at the same time
Debugging
Headword:
συνεπικουφίζω
Headword (normalized):
συνεπικουφίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεπικουφιζω
IDX:
31414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31449
Key:
sunepikoufi/zw
Data
{'content': 'συνεπικουφίζω\n fut. σω\n to lighten at the same time, Plut.\n to help in relieving, Plut.', 'key': 'sunepikoufi/zw'}