Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβουλεύω
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνυμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθυμέω
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρύπτω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισκοπέω
συνεπισπάω
View word page
συνεπικουρέω
συνεπικουρέω fut. ήσω to join as an ally, help to relieve, Xen.

ShortDef

to join as an ally, help to relieve

Debugging

Headword:
συνεπικουρέω
Headword (normalized):
συνεπικουρέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπικουρεω
IDX:
31413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31448
Key:
sunepikoure/w

Data

{'content': 'συνεπικουρέω\n fut. ήσω\n to join as an ally, help to relieve, Xen.', 'key': 'sunepikoure/w'}