Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβουλεύω
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνυμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθυμέω
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
συνεπικουφίζω
συνεπικραδαίνω
συνεπικρύπτω
συνεπιλαμβάνω
συνεπιμελέομαι
συνεπιμελητής
συνεπιρρέπω
συνεπιρρώννυμι
συνεπισκοπέω
View word page
συνεπικοσμέω
συνεπικοσμέω fut. ήσω to help to adorn, Xen., Arist.

ShortDef

to help to adorn

Debugging

Headword:
συνεπικοσμέω
Headword (normalized):
συνεπικοσμέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπικοσμεω
IDX:
31412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31447
Key:
sunepikosme/w

Data

{'content': 'συνεπικοσμέω\n fut. ήσω\n to help to adorn, Xen., Arist.', 'key': 'sunepikosme/w'}