Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεπεισπίπτω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπελαφρύνω
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπευθύνω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβουλεύω
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνυμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθυμέω
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
συνεπικουρέω
View word page
συνεπιβάλλω
συνεπιβάλλω fut. -βαλῶ to apply oneʼs mind also, to consider a thing together, Polyb. to coincide with, καιροῖς Polyb.
ShortDef
to apply one's mind also, to consider
Debugging
Headword:
συνεπιβάλλω
Headword (normalized):
συνεπιβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιβαλλω
IDX:
31403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31438
Key:
sunepiba/llw
Data
{'content': 'συνεπιβάλλω\n fut. -βαλῶ\n to apply oneʼs mind also, to consider a thing together, Polyb.\n to coincide with, καιροῖς Polyb.', 'key': 'sunepiba/llw'}