Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνέπειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπελαφρύνω
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπευθύνω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβουλεύω
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνυμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθυμέω
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
συνεπικοσμέω
View word page
συνεπιβαίνω
συνεπιβαίνω fut. -βήσομαι to mount together, τοῦ τείχους on the wall, Plut.
ShortDef
to mount together
Debugging
Headword:
συνεπιβαίνω
Headword (normalized):
συνεπιβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεπιβαινω
IDX:
31402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31437
Key:
sunepibai/nw
Data
{'content': 'συνεπιβαίνω\n fut. -βήσομαι\n to mount together, τοῦ τείχους on the wall, Plut.', 'key': 'sunepibai/nw'}