Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεπανορθόω
συνέπειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπελαφρύνω
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπευθύνω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβουλεύω
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνυμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθυμέω
συνεπίκειμαι
συνεπικλάω
View word page
συνεπηχέω
συνεπηχέω fut. ήσω to join in a chant or chorus, Xen. to resound with a thing, Luc.

ShortDef

to join in a chant

Debugging

Headword:
συνεπηχέω
Headword (normalized):
συνεπηχέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπηχεω
IDX:
31401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31436
Key:
sunephxe/w

Data

{'content': 'συνεπηχέω\n fut. ήσω\n to join in a chant or chorus, Xen.\n to resound with a thing, Luc.', 'key': 'sunephxe/w'}