Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνέπειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπελαφρύνω
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπευθύνω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβουλεύω
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνυμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθυμέω
συνεπίκειμαι
View word page
συνεπεύχομαι
συνεπεύχομαι fut. ξομαι Dep. to join in prayer, Thuc.; but c. inf. fut. to make a vow also to do a thing, Xen.
ShortDef
to join in prayer
Debugging
Headword:
συνεπεύχομαι
Headword (normalized):
συνεπεύχομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπευχομαι
IDX:
31400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31435
Key:
sunepeu/xomai
Data
{'content': 'συνεπεύχομαι\n fut. ξομαι\n Dep. to join in prayer, Thuc.; but c. inf. fut. to make a vow also to do a thing, Xen.', 'key': 'sunepeu/xomai'}