Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεπαμύνω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνέπειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπελαφρύνω
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπευθύνω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβουλεύω
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνυμι
συνεπιθειάζω
συνεπιθυμέω
View word page
συνεπευθύνω
συνεπευθύνω fut. υνῶ to help to direct or guide, τι Plut.
ShortDef
to help to direct
Debugging
Headword:
συνεπευθύνω
Headword (normalized):
συνεπευθύνω
Headword (normalized/stripped):
συνεπευθυνω
IDX:
31399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31434
Key:
sunepeuqu/nw
Data
{'content': 'συνεπευθύνω\n fut. υνῶ\n to help to direct or guide, τι Plut.', 'key': 'sunepeuqu/nw'}