Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμύνω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνέπειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπελαφρύνω
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπευθύνω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβουλεύω
συνεπιγραφεύς
συνεπιδείκνυμι
View word page
συνεπερείδω
συνεπερείδω fut. σω to help in inflicting, πληγήν Plut.; σ. ὑπόνοιάν τινι to help to fix a suspicion on him, Plut. c. acc. pers. to transfix, συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου charging him with all the force of his horse, Plut.

ShortDef

to help in inflicting

Debugging

Headword:
συνεπερείδω
Headword (normalized):
συνεπερείδω
Headword (normalized/stripped):
συνεπερειδω
IDX:
31397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31432
Key:
suneperei/dw

Data

{'content': 'συνεπερείδω\n fut. σω\n to help in inflicting, πληγήν Plut.; σ. ὑπόνοιάν τινι to help to fix a suspicion on him, Plut.\n c. acc. pers. to transfix, συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου charging him with all the force of his horse, Plut.', 'key': 'suneperei/dw'}