Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμύνω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνέπειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπελαφρύνω
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπευθύνω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβουλεύω
συνεπιγραφεύς
View word page
συνεπελαφρύνω
συνεπελαφρύνω fut. υνῶ to help to make light, i. e. to assist in bearing, Hdt.
ShortDef
to help to make light
Debugging
Headword:
συνεπελαφρύνω
Headword (normalized):
συνεπελαφρύνω
Headword (normalized/stripped):
συνεπελαφρυνω
IDX:
31396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31431
Key:
sunepelafru/nw
Data
{'content': 'συνεπελαφρύνω\n fut. υνῶ\n to help to make light, i. e. to assist in bearing, Hdt.', 'key': 'sunepelafru/nw'}