Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμύνω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνέπειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπελαφρύνω
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπευθύνω
συνεπεύχομαι
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
View word page
συνεπεισπίπτω
συνεπεισπίπτω to rush in upon together, Plut.
ShortDef
to rush in upon together
Debugging
Headword:
συνεπεισπίπτω
Headword (normalized):
συνεπεισπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συνεπεισπιπτω
IDX:
31393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31428
Key:
sunepeispi/ptw
Data
{'content': 'συνεπεισπίπτω\n to rush in upon together, Plut.', 'key': 'sunepeispi/ptw'}