Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμύνω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνέπειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπελαφρύνω
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπευθύνω
συνεπεύχομαι
View word page
συνεπανίσταμαι
συνεπανίσταμαι [Act.to make to rise up against together] Pass., with aor2 act., to join in a revolt, Hdt., Thuc.; τινι or ἅμα τινι Hdt.
ShortDef
join in a revolt
Debugging
Headword:
συνεπανίσταμαι
Headword (normalized):
συνεπανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπανισταμαι
IDX:
31390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31425
Key:
sunepani/sthmi
Data
{'content': 'συνεπανίσταμαι\n [Act.to make to rise up against together]\n Pass., with aor2 act., to join in a revolt, Hdt., Thuc.; τινι or ἅμα τινι Hdt.', 'key': 'sunepani/sthmi'}