Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμύνω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνέπειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπελαφρύνω
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπευθύνω
View word page
συνεπαμύνω
συνεπαμύνω fut. -υνῶ to join in repelling, τινά Thuc.

ShortDef

to join in repelling

Debugging

Headword:
συνεπαμύνω
Headword (normalized):
συνεπαμύνω
Headword (normalized/stripped):
συνεπαμυνω
IDX:
31389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31424
Key:
sunepamu/nw

Data

{'content': 'συνεπαμύνω\n fut. -υνῶ\n to join in repelling, τινά Thuc.', 'key': 'sunepamu/nw'}