Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεξιχνεύω
συνεξορμάω
συνεξωθέω
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμύνω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνέπειμι
συνεπεισπίπτω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπελαφρύνω
View word page
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιτιάομαι fut. -σομαι Dep. to accuse also of a thing, τινά τινος Thuc.

ShortDef

to accuse also of

Debugging

Headword:
συνεπαιτιάομαι
Headword (normalized):
συνεπαιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπαιτιαομαι
IDX:
31386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31421
Key:
sunepaitia/omai

Data

{'content': 'συνεπαιτιάομαι\n fut. -σομαι\n Dep. to accuse also of a thing, τινά τινος Thuc.', 'key': 'sunepaitia/omai'}