Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεξετάζω
συνεξευρίσκω
συνεξημερόομαι
συνεξιχνεύω
συνεξορμάω
συνεξωθέω
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμύνω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνέπειμι
συνεπεισπίπτω
View word page
συνεπαινέω
συνεπαινέω fut. έσω Epic ήσω to approve, together, give joint assent, consent, Aesch., Xen.;—c. inf., σ. μάχεσθαι to join in the recommendation to fight, Thuc.;— σ. τι to consent or agree to, Thuc. to join in praising, τινα Xen., Plat.

ShortDef

to approve, together, give joint assent, consent

Debugging

Headword:
συνεπαινέω
Headword (normalized):
συνεπαινέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπαινεω
IDX:
31383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31418
Key:
sunepaine/w

Data

{'content': 'συνεπαινέω\n fut. έσω\n Epic ήσω\n to approve, together, give joint assent, consent, Aesch., Xen.;—c. inf., σ. μάχεσθαι to join in the recommendation to fight, Thuc.;— σ. τι to consent or agree to, Thuc.\n to join in praising, τινα Xen., Plat.', 'key': 'sunepaine/w'}