Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξευρίσκω
συνεξημερόομαι
συνεξιχνεύω
συνεξορμάω
συνεξωθέω
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπαμύνω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
View word page
συνεπαγωνίζομαι
συνεπαγωνίζομαι fut. -ιοῦμαι Dep. to join in stirring up a contest besides, Polyb.

ShortDef

to join in stirring up a contest besides

Debugging

Headword:
συνεπαγωνίζομαι
Headword (normalized):
συνεπαγωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπαγωνιζομαι
IDX:
31381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31416
Key:
sunepagwni/zomai

Data

{'content': 'συνεπαγωνίζομαι\n fut. -ιοῦμαι\n Dep. to join in stirring up a contest besides, Polyb.', 'key': 'sunepagwni/zomai'}