Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεξανίστημι
συνεξαπατάω
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξευρίσκω
συνεξημερόομαι
συνεξιχνεύω
συνεξορμάω
συνεξωθέω
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
View word page
συνεξορμάω
συνεξορμάω fut. ήσω to help to urge on, Isocr. intr. to rush forth or sally out together, Xen.

ShortDef

to help to urge on

Debugging

Headword:
συνεξορμάω
Headword (normalized):
συνεξορμάω
Headword (normalized/stripped):
συνεξορμαω
IDX:
31377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31412
Key:
sunecorma/w

Data

{'content': 'συνεξορμάω\n fut. ήσω\n to help to urge on, Isocr.\n intr. to rush forth or sally out together, Xen.', 'key': 'sunecorma/w'}