Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξανίστημι
συνεξαπατάω
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξευρίσκω
συνεξημερόομαι
συνεξιχνεύω
συνεξορμάω
συνεξωθέω
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
View word page
συνεξημερόομαι
συνεξημερόομαι Pass. to be civilised together, Plut.

ShortDef

to be civilised together

Debugging

Headword:
συνεξημερόομαι
Headword (normalized):
συνεξημερόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξημεροομαι
IDX:
31375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31410
Key:
sunechmero/omai

Data

{'content': 'συνεξημερόομαι\n Pass. to be civilised together, Plut.', 'key': 'sunechmero/omai'}