Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντευεργετέω
ἀντευνοέω
ἀντέχω
ἀντήεις
ἀντήλιος
ἄντην
ἀντήνωρ
ἀντηρέτης
ἀντήρης
ἀντηρίς
ἄντηστις
ἀντηχέω
ἀντιάζω
ἀντιάνειρα
ἀντιάω
ἀντιβαίνω
ἀντιβάλλω
View word page
ἀντήνωρ
ἀντήνωρ ἀνήρ instead of a man, σποδὸς ἀντ. dust for men, Aesch.
ShortDef
instead of a man
Debugging
Headword:
ἀντήνωρ
Headword (normalized):
ἀντήνωρ
Headword (normalized/stripped):
αντηνωρ
IDX:
3140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3141
Key:
a)nth/nwr
Data
{'content': 'ἀντήνωρ\n ἀνήρ\n instead of a man, σποδὸς ἀντ. dust for men, Aesch.', 'key': 'a)nth/nwr'}