Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφω
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξανίστημι
συνεξαπατάω
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξευρίσκω
συνεξημερόομαι
συνεξιχνεύω
συνεξορμάω
συνεξωθέω
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
View word page
συνεξέρχομαι
συνεξέρχομαι aor2 -εξῆλθον Dep.:— to go or come out with, τινι Hdt., Eur.
ShortDef
to go or come out along with
Debugging
Headword:
συνεξέρχομαι
Headword (normalized):
συνεξέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξερχομαι
IDX:
31372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31407
Key:
sunece/rxomai
Data
{'content': 'συνεξέρχομαι\n aor2 -εξῆλθον\n Dep.:— to go or come out with, τινι Hdt., Eur.', 'key': 'sunece/rxomai'}