Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφω
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξανίστημι
συνεξαπατάω
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξευρίσκω
View word page
συνεξαλείφω
συνεξαλείφω fut. ψω to abolish together, Plut.
ShortDef
to abolish together
Debugging
Headword:
συνεξαλείφω
Headword (normalized):
συνεξαλείφω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαλειφω
IDX:
31364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31399
Key:
sunecalei/fw
Data
{'content': 'συνεξαλείφω\n fut. ψω\n to abolish together, Plut.', 'key': 'sunecalei/fw'}