Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφω
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξανίστημι
συνεξαπατάω
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
View word page
συνεξακούω
συνεξακούω fut. ούσομαι to hear all together, Soph.
ShortDef
to hear all together
Debugging
Headword:
συνεξακούω
Headword (normalized):
συνεξακούω
Headword (normalized/stripped):
συνεξακουω
IDX:
31363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31398
Key:
sunecakou/w
Data
{'content': 'συνεξακούω\n fut. ούσομαι\n to hear all together, Soph.', 'key': 'sunecakou/w'}