Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφω
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξανίστημι
συνεξαπατάω
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
View word page
συνεξακολουθέω
συνεξακολουθέω fut. ήσω to follow constantly, to attend everywhere, Polyb.

ShortDef

to follow constantly, to attend everywhere

Debugging

Headword:
συνεξακολουθέω
Headword (normalized):
συνεξακολουθέω
Headword (normalized/stripped):
συνεξακολουθεω
IDX:
31362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31397
Key:
sunecakolouqe/w

Data

{'content': 'συνεξακολουθέω\n fut. ήσω\n to follow constantly, to attend everywhere, Polyb.', 'key': 'sunecakolouqe/w'}