Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφω
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξανίστημι
συνεξαπατάω
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξερύω
View word page
συνεξαίρω
συνεξαίρω to assist in raising: Pass., aor1 part. συνεξαρθείς being lifted up at once, Plut.; being excited at the same time, Luc.

ShortDef

to assist in raising

Debugging

Headword:
συνεξαίρω
Headword (normalized):
συνεξαίρω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαιρω
IDX:
31361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31396
Key:
sunecai/rw

Data

{'content': 'συνεξαίρω\n to assist in raising: Pass., aor1 part. συνεξαρθείς being lifted up at once, Plut.; being excited at the same time, Luc.', 'key': 'sunecai/rw'}