Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφω
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξανίστημι
συνεξαπατάω
συνέξειμι
συνεξελαύνω
View word page
συνεξαιρέω
συνεξαιρέω fut. ήσω aor2 -εξεῖλον Ionic inf. -εξελέειν to take out together, to help in removing, Hdt.:— Mid., Eur.: to take away also, Xen. to help in taking, Eur., Xen.

ShortDef

to take out together, to help in removing

Debugging

Headword:
συνεξαιρέω
Headword (normalized):
συνεξαιρέω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαιρεω
IDX:
31360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31395
Key:
sunecaire/w

Data

{'content': 'συνεξαιρέω\n fut. ήσω\n aor2 -εξεῖλον\n Ionic inf. -εξελέειν\n to take out together, to help in removing, Hdt.:— Mid., Eur.: to take away also, Xen.\n to help in taking, Eur., Xen.', 'key': 'sunecaire/w'}