Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνελκυστέος
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφω
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξανίστημι
συνεξαπατάω
συνέξειμι
View word page
συνεξάγω
συνεξάγω fut. ξω to lead out together, Hdt.: Pass. to be carried away together, Anth.

ShortDef

to lead out together

Debugging

Headword:
συνεξάγω
Headword (normalized):
συνεξάγω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαγω
IDX:
31359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31394
Key:
suneca/gw

Data

{'content': 'συνεξάγω\n fut. ξω\n to lead out together, Hdt.: Pass. to be carried away together, Anth.', 'key': 'suneca/gw'}