Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνελίσσω
συνελκυστέος
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφω
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξανίστημι
συνεξαπατάω
View word page
συνενείκομαι
συνενείκομαι Epic for συμφέρομαι to strike or dash against a thing, c. dat., Hes.

ShortDef

to strike

Debugging

Headword:
συνενείκομαι
Headword (normalized):
συνενείκομαι
Headword (normalized/stripped):
συνενεικομαι
IDX:
31358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31393
Key:
sunenei/komai

Data

{'content': 'συνενείκομαι\n Epic for συμφέρομαι\n to strike or dash against a thing, c. dat., Hes.', 'key': 'sunenei/komai'}