Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσω
συνελκυστέος
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφω
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
View word page
συνέμπορος
συνέμπορος συν-έμπορος, ὁ, ἡ, a fellow-traveller, companion, attendant, Trag., Plat.:—metaph., λύπη δʼ ἄμισθος ἐστί σοι ξ. Aesch.; c. gen. rei, σ. χορείας partner in the dance, Ar.

ShortDef

a fellow-traveller, companion, attendant

Debugging

Headword:
συνέμπορος
Headword (normalized):
συνέμπορος
Headword (normalized/stripped):
συνεμπορος
IDX:
31356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31391
Key:
sune/mporos

Data

{'content': 'συνέμπορος\n συν-έμπορος, ὁ, ἡ,\n a fellow-traveller, companion, attendant, Trag., Plat.:—metaph., λύπη δʼ ἄμισθος ἐστί σοι ξ. Aesch.; c. gen. rei, σ. χορείας partner in the dance, Ar.', 'key': 'sune/mporos'}