Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνελάλουν
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσω
συνελκυστέος
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφω
συνεξαμαρτάνω
View word page
συνεμπίπτω
συνεμπίπτω fut. -πεσοῦμαι to fall in or upon together, Luc. to fall on or attack together, Plut.

ShortDef

to fall in

Debugging

Headword:
συνεμπίπτω
Headword (normalized):
συνεμπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συνεμπιπτω
IDX:
31355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31390
Key:
sunempi/ptw

Data

{'content': 'συνεμπίπτω\n fut. -πεσοῦμαι\n to fall in or upon together, Luc.\n to fall on or attack together, Plut.', 'key': 'sunempi/ptw'}