Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνέλαβον
συνελάλουν
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσω
συνελκυστέος
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακούω
συνεξαλείφω
View word page
συνεμπίπρημι
συνεμπίπρημι fut. -πρήσω to burn together, Eur.
ShortDef
to burn together
Debugging
Headword:
συνεμπίπρημι
Headword (normalized):
συνεμπίπρημι
Headword (normalized/stripped):
συνεμπιπρημι
IDX:
31354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31389
Key:
sunempi/prhmi
Data
{'content': 'συνεμπίπρημι\n fut. -πρήσω\n to burn together, Eur.', 'key': 'sunempi/prhmi'}