Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέω
συνέλαβον
συνελάλουν
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσω
συνελκυστέος
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνεξάγω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
View word page
συνεμβαίνω
συνεμβαίνω fut. -βήσομαι to embark together, τινί with one, Luc.
ShortDef
to embark together
Debugging
Headword:
συνεμβαίνω
Headword (normalized):
συνεμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεμβαινω
IDX:
31351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31386
Key:
sunembai/nw
Data
{'content': 'συνεμβαίνω\n fut. -βήσομαι\n to embark together, τινί with one, Luc.', 'key': 'sunembai/nw'}