Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέω
συνέλαβον
συνελάλουν
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσω
συνελκυστέος
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
συνεξάγω
View word page
συνελκυστέος
συνελκυστέος συνελκυστέος, ον, verb. adj. one must draw together, Xen. from συνέλκω
ShortDef
one must draw together
Debugging
Headword:
συνελκυστέος
Headword (normalized):
συνελκυστέος
Headword (normalized/stripped):
συνελκυστεος
IDX:
31349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31384
Key:
sunelkuste/os
Data
{'content': 'συνελκυστέος\n συνελκυστέος, ον,\n verb. adj.\n one must draw together, Xen.\n from συνέλκω', 'key': 'sunelkuste/os'}