Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεκτίνω
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέω
συνέλαβον
συνελάλουν
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσω
συνελκυστέος
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
συνενείκομαι
View word page
συνελίσσω
συνελίσσω Ionic συν-ειλ Attic -ττω fut. ξω to roll together:—Pass. to involve oneself in a thing, c. dat., Soph. intr. to coil itself up, of a serpent, Eur.

ShortDef

to roll together

Debugging

Headword:
συνελίσσω
Headword (normalized):
συνελίσσω
Headword (normalized/stripped):
συνελισσω
IDX:
31348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31383
Key:
suneli/ssw

Data

{'content': 'συνελίσσω\n Ionic συν-ειλ\n Attic -ττω\n fut. ξω\n to roll together:—Pass. to involve oneself in a thing, c. dat., Soph.\n intr. to coil itself up, of a serpent, Eur.', 'key': 'suneli/ssw'}