Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέω
συνέλαβον
συνελάλουν
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσω
συνελκυστέος
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνέμπορος
συνενδίδωμι
View word page
συνελευθερόω
συνελευθερόω fut. ώσω to join in freeing from another, c. gen., Hdt.:—absol. to join in freeing, Hdt., Thuc.

ShortDef

to join in freeing from

Debugging

Headword:
συνελευθερόω
Headword (normalized):
συνελευθερόω
Headword (normalized/stripped):
συνελευθεροω
IDX:
31347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31382
Key:
suneleuqero/w

Data

{'content': 'συνελευθερόω\n fut. ώσω\n to join in freeing from another, c. gen., Hdt.:—absol. to join in freeing, Hdt., Thuc.', 'key': 'suneleuqero/w'}