Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεκσῴζω
συνεκτάσσω
συνεκτέος
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέω
συνέλαβον
συνελάλουν
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσω
συνελκυστέος
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβολή
συνεμπίπρημι
View word page
συνέλαβον
συνέλαβον aor2 of συλλαμβάνω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συνέλαβον
Headword (normalized):
συνέλαβον
Headword (normalized/stripped):
συνελαβον
IDX:
31344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31379
Key:
sune/labon
Data
{'content': 'συνέλαβον\n aor2 of συλλαμβάνω', 'key': 'sune/labon'}