Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάσσω
συνεκτέος
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέω
συνέλαβον
συνελάλουν
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσω
συνελκυστέος
συνέλκω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
View word page
συνεκφέρω
συνεκφέρω fut. -εξοίσω to carry out together, esp. to burial, to attend a funeral, Thuc.
ShortDef
to carry out together
Debugging
Headword:
συνεκφέρω
Headword (normalized):
συνεκφέρω
Headword (normalized/stripped):
συνεκφερω
IDX:
31342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31377
Key:
sunekfe/rw
Data
{'content': 'συνεκφέρω\n fut. -εξοίσω\n to carry out together, esp. to burial, to attend a funeral, Thuc.', 'key': 'sunekfe/rw'}