Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεκπονέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάσσω
συνεκτέος
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέω
συνέλαβον
συνελάλουν
συνελαύνω
συνελευθερόω
συνελίσσω
συνελκυστέος
συνέλκω
View word page
συνεκτρέφω
συνεκτρέφω fut. -θρέψω to rear up along with or together, Plat.:—Pass. to grow up with, τινί Eur.

ShortDef

to rear up along with

Debugging

Headword:
συνεκτρέφω
Headword (normalized):
συνεκτρέφω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτρεφω
IDX:
31340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31375
Key:
sunektre/fw

Data

{'content': 'συνεκτρέφω\n fut. -θρέψω\n to rear up along with or together, Plat.:—Pass. to grow up with, τινί Eur.', 'key': 'sunektre/fw'}