Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπνέω
συνεκπονέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάσσω
συνεκτέος
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέω
συνέλαβον
συνελάλουν
συνελαύνω
συνελευθερόω
View word page
συνεκτίκτω
συνεκτίκτω to bring forth together, Arist.
ShortDef
to bring forth together
Debugging
Headword:
συνεκτίκτω
Headword (normalized):
συνεκτίκτω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτικτω
IDX:
31337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31372
Key:
sunekti/ktw
Data
{'content': 'συνεκτίκτω\n to bring forth together, Arist.', 'key': 'sunekti/ktw'}