Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπνέω
συνεκπονέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάσσω
συνεκτέος
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
συνεκχέω
συνέλαβον
συνελάλουν
συνελαύνω
View word page
συνεκτέος
συνεκτέος συνεκτέος, ον, verb. adj. one must keep together, Xen.

ShortDef

one must keep together

Debugging

Headword:
συνεκτέος
Headword (normalized):
συνεκτέος
Headword (normalized/stripped):
συνεκτεος
IDX:
31336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31371
Key:
sunekte/os

Data

{'content': 'συνεκτέος\n συνεκτέος, ον,\n verb. adj.\n one must keep together, Xen.', 'key': 'sunekte/os'}