Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συνεκλεκτός
συνεκλύω
συνεκπέμπω
συνεκπεράω
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπνέω
συνεκπονέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνεκσῴζω
συνεκτάσσω
συνεκτέος
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκφέρω
View word page
συνεκποτέα
συνεκποτέα verb. adj. of συνεκπίνω one must drink off at the same time, Ar.

ShortDef

one must drink off at the same time

Debugging

Headword:
συνεκποτέα
Headword (normalized):
συνεκποτέα
Headword (normalized/stripped):
συνεκποτεα
IDX:
31332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31367
Key:
sunekpote/a

Data

{'content': 'συνεκποτέα\n verb. adj. of συνεκπίνω\n one must drink off at the same time, Ar.', 'key': 'sunekpote/a'}